λαμπροτέρους

λαμπροτέρους
λαμπρός
bright
masc acc comp pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Ωρίων — I Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Δεν είναι γνωστό πού και πότε μαρτύρησε. Η μνήμη του τιμάται στις 10 Νοεμβρίου. II (Αστρον.). Ένας από τους λαμπρότερους αστερισμούς, Ν του Ζωδιακού και κοντά στον ουράνιο ισημερινό. Αποτελείται από 150… …   Dictionary of Greek

  • Αναξιμένης — I (Μίλητος 585/4 – 528/7 π.Χ.). Φιλόσοφος, συμμαθητής και διάδοχος του Αναξίμανδρου στην εκπροσώπηση της σχολής της Μιλήτου. Αυτά που αναφέρονται για τη διδασκαλία του από την αρχαία δοξογραφία πρέπει να προέρχονται από ειδική πραγματεία του… …   Dictionary of Greek

  • Παλλάς — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 28 Μαρτίου 1802 από τον Όλμπερς. Είναι ένας από τους λαμπρότερους αστεροειδείς, με διάμετρο περίπου 500 χλμ. Η επιφάνειά του έχει περισσότερες ανωμαλίες από εκείνες της Σελήνης. Απέχει από τον Ήλιο 2 …   Dictionary of Greek

  • Ταϊρόνα — οι, Ν λαός Ινδιάνων τής προκολομβιανής Αμερικής, που έδωσε το όνομά του σε έναν από τους λαμπρότερους πολιτισμούς τού Νέου Κόσμου, ο οποίος αναπτύχθηκε στο βορειοανατολικό άκρο της Κολομβίας, στην οροσειρά Σιέρα Νεβάδα δε Στάντα Μάρτα …   Dictionary of Greek

  • Ταϋγέτη — I Μυθολογικό πρόσωπο, μία από τις 7 Ατλαντίδες ή Πλειάδες, κόρες του Άτλαντα και της Πληιόνης. Υπήρξε μητέρα του Λακεδαίμονα από τον Δία. Σύμφωνα με παραλλαγή του μύθου, η Τ. ήταν σύζυγος του Λακεδαίμονα, από τον οποίο γέννησε τον Ίμερο και την… …   Dictionary of Greek

  • άιξ — (Αστρον.). Ο αστέρας α Ηνίοχου. Είναι ο λαμπρότερος αστέρας του αστρικού αυτού σχηματισμού και ένας από τους λαμπρότερους σε όλο τον ουρανό. Η ονομασία προέρχεται από το γεγονός ότι το αστρικό αυτό συγκρότημα απεικονίζει στον ουρανό έναν άντρα… …   Dictionary of Greek

  • αιξ — (Αστρον.). Ο αστέρας α Ηνίοχου. Είναι ο λαμπρότερος αστέρας του αστρικού αυτού σχηματισμού και ένας από τους λαμπρότερους σε όλο τον ουρανό. Η ονομασία προέρχεται από το γεγονός ότι το αστρικό αυτό συγκρότημα απεικονίζει στον ουρανό έναν άντρα… …   Dictionary of Greek

  • ανιμισμός — Θεωρία που αποδίδει όλα τα φυσικά φαινόμενα σε μια πνευματική δύναμη ή ψυχή (από το λατινικό anima)ξεχωριστή από την ύλη. Στη βιολογία και στην ψυχολογία, o α. βασίζεται στην πεποίθηση ότι η ψυχή είναι άυλο στοιχείο, που συνεργάζεται με το σώμα… …   Dictionary of Greek

  • γαλαξίας — (Αστρον.). Υπόλευκη φωτεινή ζώνη η οποία φαίνεται να διαγράφει σε ολόκληρη την ουράνια σφαίρα έναν μεγάλο κύκλο, ορατό στο βόρειο και στο νότιο ημισφαίριο. Αποτελείται από ένα αφάνταστα μεγάλο άθροισμα αστέρων, που στο σύνολό τους προσδίδουν στην …   Dictionary of Greek

  • κάστορας — (Castor fiber). Τρωκτικό της οικογένειας των καστοριδών. Το θηλαστικό αυτό, κοινό άλλοτε σε εκτεταμένες περιοχές της Ευρώπης και της Ασίας, έχει σήμερα ελαττωθεί αριθμητικά στην Ευρώπη και συναντάται μόνο σε περιορισμένες ζώνες, από τη βόρεια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”